κηλίδα

κηλίδα
Στίγμα, λεκές· μεταφορικά η λέξη σημαίνει την ατιμία ή το ηθικό στίγμα. (Αστρον.) Διάφορες περιοχές του Ήλιου, των πλανητών και των δορυφόρων, που είναι λιγότερο ανακλαστικές στο φως (ή, στην περίπτωση του Ήλιου, έχουν χαμηλότερη θερμοκρασία) και γι’ αυτό φαίνονται σκοτεινές. Πολλές φορές, κυρίως στον Άρη, φαίνονται χρωματιστές, με κανονική εναλλαγή του χρωματισμού τους, ανάλογα με την εποχή. Το γεγονός αυτό, σύμφωνα με τους επιστήμονες, οφείλεται στη μεταβολή των τοπικών ατμοσφαιρικών συνθηκών. Εξάλλου, κυρίως από τις κ. προσδιορίζεται ο χρόνος περιστροφής των ουράνιων σωμάτων γύρω από τον άξονά τους. (Βιολ.) Βλαστική κ. ή βλαστόδερμα είναι μια μικρή, υπόλευκη περιοχή που εντοπίζεται πάνω στη λέκιθο των αβγών της όρνιθας, σε πρώιμα αναπτυξιακά στάδια, και υποδηλώνει τα γονιμοποιημένα ωάρια. (Ιατρ.) Με τον όρο αυτό είναι γνωστά στην οφθαλμιατρική δύο σημεία που βρίσκονται στον αμφιβληστροειδή: η ωχρή κ. (σημείο όπου η όραση είναι ευκρινέστερη) και η κ. του Μαριότ, τυφλό σημείο, που αντιστοιχεί προς την είσοδο του οπτικού νεύρου στον αμφιβληστροειδή. Ο όρος χρησιμοποιείται και στη δερματολογία, για να χαρακτηρίσει το πρωτογενές εξάνθημα, δηλαδή τη μεταβολή του χρωματισμού του δέρματος χωρίς την υπέγερση ή τη βάθυνσή του. Επίσης αναφέρονται οι ακουστικές κ., οι οποίες αποτελούν σημεία του εσωτερικού τοιχώματος του σφαιρικού και ελλειπτικού κυστιδίου, στα οποία καταλήγει το αιθουσαίο νεύρο. κηλιδώδης εκφύλιση. Κληρονομική νόσος που χαρακτηρίζεται από προοδευτική εκφύλιση της ωχρής κ. του αμφιβληστροειδούς και, αντίστοιχα, σταδιακή, μη αναστρέψιμη απώλεια της όρασης, που μπορεί όμως να αυτοπεριοριστεί χωρίς να καταλήξει στην πλήρη τύφλωση. Προσβάλλει συνήθως και τα δύο μάτια (αλλά όχι στον ίδιο βαθμό) και εμφανίζεται κυρίως σε άτομα της τρίτης ηλικίας. Προς το παρόν η αντιμετώπιση περιορίζεται στη χρήση ισχυρών μεγεθυντικών φακών.
* * *
η (Α κηλίς, -ῑδος)
1. στίγμα, λεκές, ρύπος (α. «το πουκάμισο σου γέμισε από κηλίδες αίματος» β. «ἱμάτιον κηλίδων μεστόν», Θεόφρ.)
2. μτφ. ηθικὸς ρύπος, ατιμία, αίσχος, όνειδος («κηλῑδα μηνύσας ἐμὴν ὀρθοῑς ἔμελλον ὄμμασιν τούτους ὁρᾱν», Σοφ.)
3. ιατρ. φυσική ή παθολογική αλλοίωση τού χρώματος η οποία προκαλεί στίγμα πάνω στο δέρμα
νεοελλ.
1. ανατ. ονομασία ανατομικών σχηματισμών που μοιάζουν με στίγμα («ωχρά κηλίδα»)
2. αστρον. στον πληθ. οι κηλίδες
σκοτεινό μέρος τής επιφάνειας ουράνιων σωμάτων («ηλιακές κηλίδες»)
3. φρ. βιολ. «οπτική κηλίδα» — μια εξαιρετικά χρωματισμένη περιοχή σε ορισμένους μονοκύτταρους οργανισμούς, η οποία λειτουργεί ως φωτοδέκτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρίζα *kāl- (για τις λ. που αναφέρονται στις σκούρες κηλίδες)
είναι μετονοματικό παρ. που εμφανίζει επίθημα -ίς / -ῖδος (πρβλ. κληίς, κνημίς) και συνδέεται με τις λ. κηλάς, κηλήνη, όπως επίσης με λατ. cālidus «σημαδεμένος στο μέτωπο (για ζώα)», ουμβρ. (buf) kaleřuf «βόδια σημαδεμένα», λιθουαν. kalybas «(σκύλοι) που έχουν λευκό στίγμα», αρχ. ιρλδ. caile «κηλίδα», αρχ. σλαβ. kali «πηλός»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κηλίδα — η 1. λέρα, λεκές: Το πάτωμα έχει μαύρες κηλίδες. 2. στίγμα που εμφανίζεται στο δέρμα ή στα όργανα του σώματος και έχει διαφορετικό χρώμα από το χρώμα του σώματος. 3. αίσχος, ατιμία, μουντζούρα: Η σφαγή αυτή των αιχμαλώτων αποτελεί μαύρη κηλίδα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κηλῖδα — κηλίς stain fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μογγολική κηλίδα — Επίπεδη, λεία, καστανή έως κυανόμαυρη κηλίδα, ποικίλου μεγέθους, στο κάτω μέρος της πλάτης και τους γλουτούς κατά τη γέννηση. Εξαφανίζεται συνήθως πριν από την ηλικία των 5 χρονών …   Dictionary of Greek

  • ακουστική κηλίδα — Πρόκειται για ένα σημείο του εσωτερικού τοιχώματος του σφαιρικού και ελλειπτικού κυστιδίου, στο αφτί. Περιέχει νευροεπιθηλιακά κύτταρα στα οποία καταλήγει το αιθουσαίο νεύρο …   Dictionary of Greek

  • κηλῖδ' — κηλῖδα , κηλίς stain fem acc sg κηλῖδι , κηλίς stain fem dat sg κηλῖδε , κηλίς stain fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπίλος — (Ιατρ.). Δυσπαλία των ιστών που συχνότερα και εμφανέστερα προσβάλλει το δέρμα. Οι σ. προέρχονται από συσσώρευση κυττάρων γεμάτων με μελανίνη, που ονομάζονται μελανοφόρα κύτταρα. Η όψη τους εξαρτιέται από τον αριθμό αλλά και από την κατάσταση των… …   Dictionary of Greek

  • Δίας ή Ζευς — I Η κορυφαία μυθολογική θεότητα στο αρχαίο ελληνικό πάνθεο. Η μορφή του θεού αυτού είχε την προέλευσή της σε ένα υπέρτατο ον των ινδοευρωπαϊκών λαών, που είχε το όνομα του φωτεινού ουρανού, το οποίο διατηρείται στις διάφορες ιστορικές γλώσσες:… …   Dictionary of Greek

  • αβγό — (γράφεται και αυγό). Ο τύπος α. προέρχεται από το μεσαιωνικό αβγόν και αυτό από το αρχαίο ωόν.Ο Γ. Χατζηδάκις αναφέρει σχετικά με τις φωνητικές εξελίξεις του νεότερου από το αρχαίο, τα εξής: από τον πληθυντικό του αρχαίου τα ωά προκύπτει ο τύπος… …   Dictionary of Greek

  • αμφιβληστροειδής — O εσωτερικότερος από τους χιτώνες που αποτελούν τα τοιχώματα του οφθαλμικού βολβού. Είναι χιτώνας αισθητήριος και θεωρείται το κυριότερο μέρος του οργάνου της όρασης, επειδή πάνω σε αυτόν το φως –φυσικό ερέθισμα– μετατρέπεται κατάλληλα ώστε να… …   Dictionary of Greek

  • αρκούδα — Κοινή ονομασία για τα σαρκοφάγα πελματοβάμονα ζώα που αποτελούν την οικογένεια των αρκτιδών. Το σώμα τους είναι ογκώδες, μπορεί να έχει μήκος από 1,40 έως 3 μ. και καλύπτεται από μακρύ και πυκνό, αλλά αδρό τρίχωμα. To κεφάλι τους είναι κατά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”